- σπληνάντερο
- τοέντερο γεμισμένο με κομμάτια σπλήνας που ψήνεται σε σούβλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπληνάντερο — το, Ν φαγητό παρασκευασμένο από έντερο γεμισμένο με κομμάτια σπλήνας, συκωτιού και καρυκεύματα, ψημένο στη σούβλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήνα + έντερο/ άντερο] … Dictionary of Greek
άντερο — το 1. το έντερο* 2. στον πληθ. τα άντερα γενικά τα εντόσθια, τα σπλάχνα 3. φρ. «στριμμένο άντερο» ο δύστροπος «μου γυρίζουν τ άντερα» αισθάνομαι αηδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. άντερον, με προληπτική ανομοίωση του ε σε α ή παρετυμολογική σύνδεση προς… … Dictionary of Greek